- κηπευτικός
- -ή, -ό (ΑΜ κηπευτικός, -ή, -όν)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε κήπο, αυτός που καλλιεργείται σε κήπο («κηπευτικά προϊόντα»)2. το θηλ. ως ουσ. η κηπευτικήη τέχνη τού κηπουρού, η κηπουρικήνεοελλ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηπευτικάεδώδιμα προϊόντα τού κήπου, λαχανικάαρχ.(ο πληθ. τού αρσ. ως ουσ.) οι κηπευτικοίαυτοί που αγαπούν την κηπουρική, οι κηπουροί.επίρρ...κηπευτικώςμε κηπευτικό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηπευτής ή κηπευτός].
Dictionary of Greek. 2013.